- παραμυθένιος
- -ια, -ιο1. αυτός που συμβαίνει, υπάρχει ή αρμόζει στα παραμύθια, μυθώδης, φαντασιώδης2. (ως επαινετικός χαρακτηρισμός) αυτός που θυμίζει την εξωπραγματική ατμόσφαιρα τού παραμυθιού, έξοχος, θαυμαστός(α. «παραμυθένια ομορφιά» β. «παραμυθένια πλούτη»).[ΕΤΥΜΟΛ. < παραμύθι + κατάλ. -ένιος (πρβλ. ζαχαρ-ένιος)].
Dictionary of Greek. 2013.